- χιονάνθρωπος
- ο снежная баба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιονάνθρωπος — ο, Ν 1. ομοίωμα ανθρώπου που συνηθίζεται να κατασκευάζουν με χιόνι τα παιδιά, για παιχνίδι, τον χειμώνα 2. φρ. «χιονάνθρωπος τών Ιμαλαΐων» υποθετικό τερατόμορφο ον τών Ιμαλαΐων στο οποίο αποδόθηκαν ορισμένα ίχνη στη ζώνη τού αιώνιου χιονιού, που… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
Κοντολέων, Μάνος — (Αθήνα 1946 –). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1922. Σπούδασε στο φυσικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως συνεργάτης της ΕΡΤ (Γ’ Πρόγραμμα), των… … Dictionary of Greek